Η Συναισθηματική Υπερεμπλοκή Στην Οικογένεια

Τι είναι η Συναισθηματική Υπερεμπλοκή;

Ως συναισθηματική υπερεμπλοκή χαρακτηρίζουμε μία σχέση στην οποία η συναισθηματική και η επικοινωνιακή εγγύτητα ξεπερνάνε τα όρια του φυσιολογικού και τα μέλη αυτής της σχέσης καταλήγουν να είναι αλληλεξαρτώμενα το ένα από το άλλο. Σχέσεις τέτοιας μορφής μπορεί να αφορούν το οικογενειακό πλαίσιο, το συντροφικό και το φιλικό. Είναι σύνηθες ένα άτομο που έχει μεγαλώσει σε μία συναισθηματικά υπερεμπλεκόμενη οικογένεια να προβεί μετέπειτα στην αναπαραγωγή των ίδιων ενδοοικογενειακών μοτίβων και σε σχέσεις που διαμορφώνει εκτός της αυτής.

Συγκεκριμένα, σε μία συνθήκη συναισθηματικής υπερεμπλοκής εκλείπουν τα αναγκαία συναισθηματικά όρια μεταξύ των μελών της οικογένειας, με αποτέλεσμα η αίσθηση αυτονομίας του καθενός να είναι διάχυτη και μη διακριτή. Συχνά, η συνθήκη της συναισθηματικής υπερεμπλοκής πυροδοτείται από μια επιθυμία των γονέων να διατηρήσουν υπερβολικά στενές σχέσεις με τα παιδιά τους, να τα προστατεύσουν ή να τους ασκήσουν έλεγχο.

Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να θέτουν στα παιδιά τους διάφορους άγραφους κανόνες, τους οποίους εκείνα καλούνται να ακολουθήσουν, ή να τους επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών και πεποιθήσεων, στοιχεία τα οποία επηρεάζουν τη συμπεριφορά και προσαρμογή των παιδιών στην εξωτερική πραγματικότητα.

Η συνθήκη αυτή είναι άκρως δυσλειτουργική, καθώς αναχαιτίζει την αυτονομία των παιδιών και την προσπάθειά τους να δομήσουν μια ανεξάρτητη λειτουργική ταυτότητα, γεγονός που επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην ενήλικη ζωή τους. Παράλληλα, η συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να πυροδοτεί στα παιδιά μια τάση ενοχοποίησης, ενώ βλάπτει την ψυχική αλλά και σωματική υγεία όλων των μελών της οικογένειας.

Ποιός εισήγαγε αυτόν τον όρο και με ποιά θεωρία συνδέεται;

Με διεξοδικότητα μίλησε για το συγκεκριμένο ενδοοικογενειακό φαινόμενο ο Salvador Minuchin, ο οποίος εστίασε στην οικογενειακή θεραπεία, βασιζόμενος σε στοιχεία του Κοινωνικού Φανξιοναλισμού. O Minuchin αντιμετώπιζε την οικογένεια ως ένα αλληλοσυνδεόμενο σύνολο υπο-ομάδων (υποσυστημάτων), οργανωμένων ιεραρχικά. Το πρώτο υποσύστημα, και ενδεχομένως υπό μία έννοια το σημαντικότερο, θεώρησε πως είναι το ζεύγος των συντρόφων. Το συντροφικό ζεύγος επιβάλλει από κοινού στην οικογένεια διάφορα είδη αξιών, οι οποίες καθορίζουν την οικογενειακή κατεύθυνση (Minuchin, 1974). Οι δυσλειτουργίες του συγκεκριμένου υποσυστήματος έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα υπόλοιπα οικογενειακά υποσυστήματα. Για παράδειγμα, μπορεί οι γονείς να ξεσπάνε στα παιδιά, επειδή η μεταξύ τους σχέση είναι δυσλειτουργική ή να χρησιμοποιούν τα παιδιά ως παράγοντες συμφιλίωσης μεταξύ τους.

Το δεύτερο υποσύστημα που ο Minuchin διέκρινε ήταν το γονεϊκό υποσύστημα, όπου κάθε γονέας πρέπει να αναλάβει και να εκτελέσει συγκεκριμένα καθήκοντα κοινωνικοποίησης του παιδιού, χωρίς ταυτόχρονα να απωλέσουν και οι δύο γονείς την αμοιβαία υποστήριξη που χαρακτηρίζει τη μεταξύ τους σχέση (Minuchin, 1974). Συχνά οι γονείς τείνουν να ανακυκλώνουν τα οικογενειακά μοτίβα και ρόλους που βίωσαν στις προσωπικές τους οικογενειακές πραγματικότητες.

Τέλος, διέκρινε το υποσύστημα των αδελφών (Minuchin & Fishman, 1981). Αυτό λειτουργεί ως ένα πλαίσιο κοινωνικού πειραματισμού για τα παιδιά, ώστε να πειραματιστούν ως προς τις σχέσεις με τους συνομηλίκους τους, να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην ιδιωτικότητα, να έχουν τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και να αναπτύξουν ανοχή στο λάθος (Minuchin, 1974; Hansen and L’Abate, 1982).

Αυτά τα υποσυστήματα δεν έχουν πάντα ξεκάθαρη δομή, καθώς η οικογένεια μπορεί συχνά να χωριστεί σε συμμαχίες – σε δυάδες, τρυάδες, ή σε μεγαλύτερες ομάδες (συχνά με την παρέμβαση μελών της εκτεταμένης οικογένειας). Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτών των υποσυστημάτων είναι τα όρια που τα διακρίνουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν οι γονείς θέτουν όριο στο παιδί τους – το οποίο είναι σχολικής ηλικίας – ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί στο κρεβάτι μαζί τους, τότε καθιστούν ξεκάθαρο ότι εκείνοι είναι ένα συντροφικό σύστημα που απαιτεί τον δικό του χώρο ξεκούρασης, στον οποίο το παιδί δεν είναι θεμιτό να παρεμβαίνει. Άρα, το όριο ενός υποσυστήματος περιγράφει τους κανόνες που καθορίζουν ποιοι συμμετέχουν σε αυτό και πώς συνδέονται μεταξύ τους (Hansen and L’Abate, 1982).

Αυτά τα όρια εντός της οικογένειας μπορεί να είναι υπερβολικά αυστηρά ή υπερβολικά χαλαρά. Όταν είναι υπερβολικά χαλαρά και διάχυτα παρατηρείται τα φαινόμενο που χαρακτηρίσαμε ως συναισθηματική συγχώνευση ή υπερεμπλοκή. Αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια απομονώνεται και στρέφεται ως προς τον εαυτό της, ενώ τα όρια μεταξύ των μελών της γίνονται θολά. Τα μέλη της οικογένειας αναμειγνύονται διαρκώς ή ανησυχούν υπερβολικά για τη ζωή των άλλων μελών, γεγονός που έχει άκρως αρνητικό αντίκτυπο στην αυτονομία τους (Minuchin, 1974).

Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά μιας συχωνευτικής οικογένειας;

Σε γενικές γραμμές, τα μέλη μιας συναισθηματικά υπερεμπλεκόμενης οικογένειας τείνουν να αναζητούν υποστήριξη και βοήθεια για την επίλυση προβλημάτων αποκλειστικά στην οικογένεια, χωρίς να στρέφονται προς φίλους ή άλλα άτομα του εξωτερικού κοινωνικού περιβάλλοντος, τα οποία είναι σε θέση να βοηθήσουν.

Συγκεκριμένα, η σχέση μεταξύ των γονέων και των παιδιών μπορεί να χαρακτηρίζεται από:

  • Έλλειψη ιδιωτικότητας
  • Υπερβολική έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων εκ μέρους των γονέων ως προς τα παιδιά και συχνή αποκάλυψη πληροφοριών που δεν θα έπρεπε εκείνα να γνωρίζουν. Στο σημείο αυτό έχουμε γονείς οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν φίλους ή σαν «θεραπευτές».
  • Υπερβολική εμπλοκή των γονέων στη ζωή των παιδιών και λήψη αποφάσεων για εκείνα
  • Ενοχοποίηση των παιδιών, όταν επιθυμούν να διαφοροποιηθούν από τους γονείς ή να θέσουν σε προτεραιότητα τις ατομικές τους ανάγκες
  • Μεταφορά στα παιδιά του μηνύματος ότι οι ανάγκες τους είναι δευτερογενείς
  • Αίσθηση αποκλειστικής ευθύνης των γονέων για τα συναισθήματα και πράξεις των παιδιών τους
  • Αποκλειστική έμφαση των γονέων στη σχέση τους με τα παιδιά, με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες κοινωνικές τους σχέσεις να δέχονται σημαντικό πλήγμα

Υπό τέτοιες συνθήκες είναι πιθανό, όταν τα παιδιά εκδηλώνουν μια επιθυμία να διαφοροποιηθούν από τους γονείς και να ξεφύγουν από αυτό το κλειστό οικογενειακό σχήμα, εκείνοι να αμύνονται και να αντιδρούν με συναισθηματικά βλαβερές τακτικές. Μπορεί να παρουσιάσουν έντονη αντίσταση και να καταφύγουν σε συγκρούσεις, να γίνουν συναισθηματικά κακοποιητικοί ή χειριστικοί ή να μεταθέσουν στο παιδί μία κατηγορητική αίσθηση ευθύνης και να προβούν στην απόδοση βαθύτατων ενοχών.

Για το παιδί, η συναισθηματική υπερεμπλοκή μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία διαμόρφωσης μια ξεκάθαρης και διακριτής εικόνας εαυτού, ενώ δυσχεραίνει την ικανότητά του να αναπτύξει και να διατηρήσει στενές και σταθερές σχέσεις με άτομα εκτός του οικογενειακού πλαισίου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η συναισθηματική υπερεμπλοκή είναι διαφορετική από τη λειτουργική οικογενειακή εγγύτητα. Ειδοποιός διαφορά είναι το γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση τα μέλη της οικογένειας ακυρώνουν την ατομικότητα των μελών της, καθώς και τη σημασία έκφρασης των ατομικών τους αναγκών. Αντίθετα, στο πλαίσιο μιας εγγείας και λειτουργικής οικογένειας, τα μέλη της αλληλοϋποστηρίζονται κ ενθαρρύνουν την ατομική έκφραση και διαφοροποίηση, παρέχοντας άνευ όρων κατανόηση και αγάπη.

Picture of Άννα Μαρία Μοσχόβη

Άννα Μαρία Μοσχόβη

Η Άννα Μαρία Μοσχόβη είναι ψυχολόγος με άδεια επαγγελματικής άσκησης, κατόχος διπλώματος στη ψυχολογία από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με άριστα.

Κοινοποίησε το Άρθρο:

Facebook
Twitter
LinkedIn

Δείτε Περισσότερα Άρθρα

Cookies