Το μοντέλο ABC συνιστά μια τεχνική που αξιοποιείται στην ψυχοθεραπευτική μέθοδο της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής Θεραπείας και ειδικότερα στο πλαίσιο της λειτουργικής ανάλυσης, μέσω της οποίας μπορεί να εντοπίσει κανείς τα αίτια και τις επιδράσεις μιας δυσλειτουργικής συμπεριφοράς. Το συγκεκριμένο μοντέλο σκέψης δημιουργήθηκε από τον Δρ. Albert Ellis, ενώ κάθε γράμμα του μοντέλου αναφέρεται στους ιδιαίτερους παράγοντες εστίασής του.
Ειδικότερα:
- Το A αντιστοιχεί στην έννοια Antecedents, δηλαδή στους παράγοντες που λειτούργησαν και ενεργοποίησαν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά
- Το Β αντιστοιχεί στην έννοια Behaviour, δηλαδή στη δυσλειτουργική συμπεριφορά που μπορεί να εκδηλώθηκε, ή γενικότερα στη συμπεριφορά εστίασης που επιθυμεί να μεταβάλλει κάποιος
- Το C αντιστοιχεί στην έννοια Consequences, δηλαδή στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τόσο αρνητικής όσο και θετικής φύσεως.
Με την προσεκτική αναγνώριση και καταγραφή συγκεκριμένων συμπεριφορών μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τι μοτίβα αντίδρασης μπορεί να υιοθετεί σε συγκεκριμένες καταστάσεις, και έως ποιο βαθμό αυτά είναι λειτουργικά ή δυσλειτουργικά.
Στο σημείο αυτό είναι θεμιτό να προσθέσουμε και μία επιπλέον κατηγορία, η οποία αφορά την ανάλυση των σκέψεων που αναδύονται κατά τη διάρκεια και κατά την ολοκλήρωση της αναδυόμενης συμπεριφοράς. Υπό το πρίσμα αυτό αναδύονται ερωτήσεις όπως: «Ποιο είναι το βασικό μοτίβο σκέψης που αναδύεται; Είναι λειτουργικής φύσεως και κατά πόσο μπορεί να τροποποιηθεί, ώστε να αποβεί περισσότερο προσαρμοστικό στην πραγματικότητα;».
Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα:
«Ως άτομο μπορεί να περνάω μια δύσκολη ημέρα, κατά την οποία αισθάνομαι θλίψη, επειδή τσακώθηκα με την οικογένειά μου. Λόγω του αρνητικού μου συναισθήματος καλώ τη φίλη μου στο τηλέφωνο, προκειμένου να της εξηγήσω ότι δεν είμαι πολύ καλά και να της ζητήσω να βρεθούμε δια ζώσης. Εκείνη μου παρέχει στήριξη μέσω του τηλεφώνου, αλλά μου εξηγεί πως δεν μπορεί να βρεθούμε τη συγκεκριμένη ημέρα, επειδή έχει πολύ διάβασμα για μια επικείμενη εξέταση. Στην αντιπρότασή της να κανονίσουμε εντός της εβδομάδας απαντάω κάτι ασαφές, παρότι γνωρίζω ότι έχω διαθέσιμο χρόνο. Κλείνουμε το τηλέφωνο και αισθάνομαι ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά και απογοήτευση».
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα θα λέγαμε ότι ως ερέθισμα (Α) λειτουργεί η απόρριψη που βιώνω από τη φίλη μου, η οποία δεν είναι άμεσα διαθέσιμη για εμένα τη συγκεκριμένη ημέρα. Η επακόλουθη συμπεριφορά μου (Β) είναι να αρνηθώ την αντιπρότασή της να βγούμε άλλη μέρα, επειδή νιώθω πληγωμένος-η. Το αποτέλεσμα (C) είναι να αισθανθώ ακόμη μεγαλύτερη θλίψη και μοναξιά και να αποσυρθώ.
Στο σημείο αυτό έχουμε μια δυσλειτουργική συμπεριφορά αντίδρασης. Η διαστρεβλωμένη πεποίθηση ότι «Ο άλλος δεν νοιάζεται για εμένα» παραποιεί την αλληλεπίδραση με τη συγκεκριμένη φίλη και οδηγεί σε συμπεριφορά απόσυρσης και απομόνωσης. Εντοπίζοντας τα αναδυομένα συναισθήματα, διακρίνονται συναισθήματα λύπης, μοναξιάς, απογοήτευσης και αδικίας.
Είναι λοιπόν χρήσιμο να καταγράψουμε τις συγκεκριμένες καταστάσεις, ώστε να είμαστε σε θέση να επανεξετάζουμε την συμπεριφορική μας αντίδραση σε αυτές. Στο δεδομένο παράδειγμα, πίσω από την παρατηρούμενη αντίδραση εντοπίζεται μια δυσλειτουργική σκέψη, η οποία ενεργοποιείται και επηρεάζει αρνητικά την επικοινωνιακή σχέση με τη συγκεκριμένη φίλη. Η σκέψη αυτή έχει τη μορφή: «Επειδή η φίλη μου δεν μπορεί να βρεθούμε τη συγκεκριμένη ημέρα που δεν είμαι καλά, αυτό σημαίνει ότι δεν με στηρίζει». Στη συνέχεια δημιουργείται μια γενίκευση, της μορφής: «Κανείς δεν νοιάζεται για εμένα». Τέτοιες γενικεύσεις δημιουργούν μια διαστρεβλωμένη οπτική της πραγματικότητας και μπορεί να λειτουργήσουν ανασταλτικά ως προς τη σύναψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Κατόπιν του εντοπισμού της συγκεκριμένης σκέψης είναι θεμιτό να μπορέσουμε να την επανεξετάσουμε και να την αναδομήσουμε. Στο παρόν λοιπόν παράδειγμα μπορούμε να πούμε πως: «Η σκέψη ότι δεν με νοιάζεται η φίλη μου είναι μια διαστρεβλωμένη σκέψη, καθώς με στήριξε μέσω του τηλεφώνου και μου πρότεινε μια εναλλακτική ημέρα συνάντησης. Επομένως, μπόρεσε να είναι δίπλα μου, παρά τις υποχρεώσεις της».
Μέσω της αναγνώριση της ατομικής παραποίησης των δεδομένων της πραγματικότητάς μας, είμαστε σε θέση να επανεξετάσουμε και να αναγνωρίσουμε τη συμπεριφορά των σημαντικών άλλων στη ζωή μας, επιδεικνύοντας κατανόηση και ενσυναίσθηση, τόσο ως προς τους άλλους όσο και ως προς τον εαυτό μας.