Κατά την αξιολόγηση ενός ασθενή, ο οποίος παρουσιάζει γνωσιακά ελλείμματα, είναι σημαντικό να
εξετασθούν και να αποκλειστούν μια σειρά από αναστρέψιμους παράγοντες, προτού οι γνωστικές του δυσκολίες να αποδοθούν σε μια νευροεκφυλιστική παθολογία. Ένας από τους κυριότερους παράγοντες είναι εκείνος της κατάθλιψης. Οι καταθλιπτικές διαταραχές είναι δυνατό να επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στις γνωστικές ικανότητες του ατόμου, σε σημείο που να οδηγήσουν σε λανθασμένη διάγνωση κάποιας νευροεκφυλιστικής διαταραχής, όπως είναι η νόσος Alzheimer. Λιγότερο συχνά, μπορεί κάποιες άλλες διαταραχές, όπως είναι η διπολική διαταραχή ή συγκεκριμένες μορφές διαταραχών που συνοδεύονται από συμπτώματα ψυχωσικού τύπου, να παίξουν επιβλαβή ρόλο στις γνωστικές ικανότητες του ατόμου.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, ο όρος ψευδοάνοια (Pseudodementia) αναπτύχθηκε από τον Kiloh (1961), προκειμένου να περιγράψει εκείνες τις περιπτώσεις διαταραχών οι οποίες μιμούνται τα συμπτώματα της άνοιας. Από τότε ο όρος αυτός έχει χρησιμοποιηθεί, ώστε να περιγράψει το γνωσιακό προφίλ διαφορετικών ψυχιατρικών διαταραχών, και ειδικότερα της κατάθλιψης σε ύστερη ηλικία, οι οποίες παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα με εκείνα της γνωστικής εκφύλισης στην άνοια.
Κλινικά, ο όρος ψευδοάνοια είναι συνηθέστερα συνώνυμος με τα γνωσιακά ελλείμματα που παρατηρούνται σε ασθενείς που παρουσιάζουν Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή. Όπως διακρίνεται και στον όρο, πρόκειται για μια κλινική συνθήκη, η οποία παρουσιάζει την εικόνα της άνοιας, ωστόσο οφείλεται σε μία διαφορετική αιτιώδη πηγή. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη κατάσταση αποτελείται από δυο παράγοντες:
- Εκείνον της άνοιας: που είναι ο συνδυασμός γνωστικών ελλειμμάτων που συναντώνται σε ποικίλες ψυχιατρικές διαταραχές
- Εκείνον της ψευδούς φύσεως: που υπογραμμίζει την απουσία εμφανούς νευροεκφυλιστικής διαταραχής
Ποια μπορεί να είναι τα παρατηρούμενα συμπτώματα – ελλείμματα;
Μια από τις πρωτύτερες περιγραφές των γνωσιακών ελλειμμάτων στις καταθλιπτικές διαταραχές
έχει διατυπωθεί από τον Caine (1986), ο οποίος ανέφερε πως άνθρωποι που ταλαιπωρούνται από
«νευροψυχιατρικές διαταραχές», παρουσίαζαν ελλείμματα στους ακόλουθους τομείς:
- Εγρήγορση, προσοχή και συγκέντρωση
- Διάθεση
- Αντίληψη (εννοιολογική και σωματική, ενδογενής και εξωγενής)
- Συγκεκριμένες πνευματικές λειτουργίες (όπως είναι η μνήμη και η γλώσσα)
- Προσωπικότητα
Σύμφωνα με πιο σύγχρονες απόψεις, το άτομο παρουσιάζει εμφανείς τάσεις απάθειας και αποδιοργάνωσης, περιορισμένο κίνητρο και μειωμένη ικανότητα αντίδρασης, καθώς και επίμονα
συμπτώματα κόπωσης και ψυχικής εξουθένωσης. Δεδομένου ότι η απάθεια συνιστά σύμπτωμα τόσο της άνοιας όσο και των καταθλιπτικών διαταραχών, η ανάγκη διαφοροδιάγνωσης καθίσταται άκρως σημαντική.
Ο Marin (1977) διευκρίνισε πως η κατάθλιψη μπορεί να διακριθεί από την απάθεια στην άνοια, με βάση τις ψυχολογικές ανταποκρίσεις που εκδηλώνονται, όπως είναι οι αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, το παρόν και το μέλλον, καθώς και τα συναισθήματα απελπισίας, αβοηθητότητας και πεσιμισμού. Παράλληλα, ο Punandrane και οι συνεργάτες του (2001) δήλωσαν πως τα καταθλιπτικά συμπτώματα όπως η θλίψη, η ημερήσια εναλλαγή της διάθεσης και η πρώιμη και ύστερη αϋπνία διακρίνουν την κατάθλιψη από τη νόσο Alzheimer. Παρόλα αυτά, η διάκριση δεν είναι πάντα ξεκάθαρη στις διάφορες κλινικές περιπτώσεις. Γενικότερα, οι καταθλιπτικές διαταραχές φαίνεται να επηρεάζουν ποικίλες πνευματικές λειτουργίες. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται ελλείμματα στους ακόλουθους τομείς:
Ελλείμματα μνήμης:
Η μνήμη φαίνεται να είναι εκείνη η λειτουργία που έχει αξιολογηθεί περισσότερο από όλες, στην ανάγκη διαφοροδιάγνωσης μεταξύ της κατάθλιψης και της άνοιας. Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι οι καταθλιπτικές διαταραχές μπορεί να προκαλέσουν ποικίλα ελλείμματα στους τομείς της επεισοδιακής μνήμης και της μάθησης.
Αυτά τα ελλείμματα μνήμης φαίνεται να αφορούν τόσο τις λεκτικές όσο και τις οπτικές λειτουργίες, ενώ υποστηρίζεται η άποψη πως οι αργές ψυχοκινητικές αντιδράσεις των ατόμων που παρουσιάζουν καταθλιπτικές διαταραχές αποδίδονται στον μεγαλύτερο βαθμό σε παράγοντες κινήτρου, οι οποίοι επηρεάζουν το σύστημα κατεχολαμινών του εγκεφάλου.
Πρέπει να σημειωθεί πως τα μνημονικά ελλείμματα στις καταθλιπτικές διαταραχές παρουσιάζονται ως αρκετά πιο ήπιας μορφής από εκείνα που αναδύονται στις νευροεκφυλιστικές διαταραχές. Σε γενικές γραμμές, μεγαλύτερη βαρύτητα δίνεται στην ικανότητα κωδικοποίησης πληροφορίων των ατόμων που παρουσιάζουν καταθλιπτικές διαταραχές, καθώς φαίνεται να δυσκολεύονται να κωδικοποιήσουν και να αποθηκεύσουν πληροφορίες στο ίδιο βάθος με τους ανθρώπους που δεν παρουσιάζουν κάποια αντίστοιχη διαταραχή. Αυτό κυρίως σχετίζεται με παράγοντες κινητοποίησης, και σύμφωνα με τον Weingartner (1986) μπορεί να συνδεθεί με βιολογικά συστήματα που σχετίζονται με το κίνητρο, την ατομική προσπάθεια και την εγρήγορση.
Ελλείμματα εκτελεστικών λειτουργιών
Τα ελλείμματα εκτελεστικών λειτουργιών τα οποία εμφανίζονται σε άτομα που παρουσιάζουν κάποια καταθλιπτική διαταραχή, μπορεί να επιφέρουν σημαντική έκπτωση της αποδοτικότητάς τους στις συγκεκριμένες λειτουργίες, όπως είναι η εναλλαγή μεταξύ της εκτέλεσης διαφορετικών εργασιών ή η ασυνείδητη μετάθεση προσοχής από μια εργασία σε μία άλλη. Σε γενικές γραμμές, δυσκολίες φαίνεται να παρατηρούνται σε διάφορους τομείς, με περισσότερο έκδηλες εκείνες που αφορούν πνευματικές στρατηγικές και μνημονικές διαδικασίες. Παράλληλα, δυσκολίες μπορεί να παρατηρηθούν στην επεξεργασία του λόγου, γεγονός που μπορεί να επιφέρει καθυστέρηση των ψυχοκινητικών αντιδράσεων.
Πώς μπορούμε να διαφοροποιήσουμε τις νευροεκφυλιστικές από τις καταθλιπτικές διαταραχές
ως προς τα γνωστικά ελλείμματα που παρατηρούνται;
Γενικότερα, η άνοια και η κατάθλιψη είναι ζητήματα επιρροής της υγείας που συναντώνται συχνά στο πλαίσιο της νευροψυχιατρικής πρακτικής, ειδικότερα σε ύστερες ηλικιακές ομάδες. Μάλιστα, περίπου οι μισοί ασθενείς με κατάθλιψη – η οποία αναπτύχθηκε σε ύστερη ηλικία – παρουσιάζουν και γνωσιακά ελλείμματα. Δεδομένου ότι η κατάθλιψη έχει χαρακτηριστεί τόσο ως παράγοντας κινδύνου όσο και ως προγνωστικός παράγοντας για την άνοια, η διαφοροδιάγνωσή τους καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία.
Δεδομένης της περίπλοκης φύσης του συγκεκριμένου ζητήματος, αναδεικνύεται η ανάγκη για προσεκτικές και εξελιγμένες διαγνωστικές τεχνικές, καθώς από κοινού με τις γνωσιακές ελλείψεις που οφείλονται στην ηλικία, τα ποικίλα προβλήματα υγείας αλλά και η χρήση πληθώρας φαρμακευτικών αγωγών μπορεί να αποτελέσουν συνοδούς παράγοντες παρεμπόδισης της κατάλληλης διάγνωσης των καταθλιπτικών διαταραχών στα συγκεκριμένα άτομα.
Ένα ενδεικτικό στοιχείο διαφοροποίησης μπορεί να θεωρηθεί η περιορισμένη φύση των ελλειμμάτων, καθώς παρατηρείται ότι τα γνωστικά ελλείμματα στην κατάθλιψη είναι πιο περιορισμένης και αντιστρέψιμης μορφής από εκείνα των νευροεκφυλιστικών διαταραχών, χωρίς ωστόσο η ένδειξη αυτή να συνιστά από μόνη της επαρκή διαγνωστικό παράγοντα.
Οι Miller και Lewis (1977) αναφέρουν πως κατά την εξέταση ατόμων με κατάθλιψη και ατόμων με άνοια, οι στρατηγικές απάντησης εκείνων με καταθλιπτικά συμπτώματα διακρίνονταν από πιο κατάλληλες απαντήσεις και επαρκώς διατυπωμένα παραδείγματα. Επίσης, η ακρίβειά τους κατά την εκτέλεση ασκήσεων αναγνώρισης και μνήμης ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη των ασθενών που παρουσίαζαν άνοια – που συνοδεύει την ασθένεια Πάρκινσον.
Στο πλαίσιο λοιπόν της διαφοροδιάγνωσης και της έρευνας είναι σημαντικό να γίνονται τακτικές και επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, όπως είναι η παρατήρηση των βιολογικών δεικτών του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, η εφαρμογή Μαγνητικής Τομογραφίας καθώς και Τομογραφίας Εκπομπής Ποζιτρονίων.
Για τη διαφοροποίηση μεταξύ της νόσου Alzheimer και των γνωσιακών ελλειμμάτων που
οφείλονται σε ψυχικές διαταραχές είναι αναγκαίο να λάβει κανείς υπόψη τον όγκο του ιπποκάμπου, ειδικότερα του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι παρουσιάζεται σημαντικά μειωμένος σε περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από τη νόσο αυτή. Να σημειωθεί ότι ο ιππόκαμπος αποτελεί μία εγκεφαλική δομή που είναι μέρος του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου και παίζει κομβικό ρόλο στη μνημονική λειτουργία. Επίσης, σημαντικό ρόλο στη διαγνωστική διαδικασία μπορεί να διαδραματίσει το Benton Facial Recognition Test (BFRT), καθώς είναι πιο ευαίσθητο σε σύγκριση με άλλα νευροδιαγνωστικά τεστ, τα οποία χρησιμοποιούνται σε ερευνητικές διαδικασίες εξέτασης της μνήμης.
Τι μπορεί να κάνει το άτομο εάν παρουσιάζει γνωσιακά ελλείμματα που οφείλονται σε κάποια
καταθλιπτική διαταραχή;
Εάν το άτομο παρουσιάζει συμπτώματα καταθλιπτικής φύσεως είναι σημαντικό να λάβει την κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση. Η μουσικοθεραπεία, η θεραπεία μέσω της τέχνης αλλά και η θεραπεία αναπόλησης (reminiscence therapy) μπορεί να λειτουργήσουν ενισχυτικά ως προς το άτομο, από κοινού με τις πιο διαδεδομένες και υποστηρικτικές μορφές θεραπευτικής παρέμβασης. Καθώς θεμιτό είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που δημιουργεί χαμηλότερη ψυχολογική ένταση και παρέχει αίσθηση άνεσης και ασφάλειας, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θεραπευτικής παρέμβασης και της έκθεσης στο ασφαλές περιβάλλον του θεραπευτικού χώρου.
Επίσης, σημαντικό είναι για το άτομο να εξασκεί τη μνήμη, του εντός της ημέρας, μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων, οι οποίες θα έχουν μια συγκεκριμένη δομή. Για παράδειγμα, μπορεί να επιδοθεί σε σύντομη ανάγνωση βιβλίων μισή ώρα την ημέρα, σε ένα βραχύ περίπατο τις πρωινές ή απογευματινές ώρες, ή σε δραστηριότητες όπως παζλ μνήμης. Επιπλέον, είναι σημαντικό για το άτομο να διατηρεί μια ρουτίνα εντός της καθημερινότητάς του και να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του για ύπνο και ξεκούραση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τα συμπτώματα των καταθλιπτικών διαταραχών είναι πολύ έντονα, συνίσταται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής από κοινού με την λήψη της κατάλληλης θεραπευτικής παρέμβασης.
Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως, δεδομένης της περίπλοκης σχέσης που συνδέει τις καταθλιπτικές και τις νευροεκφυλιστικές διαταραχές, δεν είναι θεμιτό να απολυτοποιήσουμε τον όρο της ψευδοάνοιας. Ο συγκεκριμένος όρος έχει ως στόχο να επικεντρώσει την προσοχή και να περιγράψει τις κλινικές καταστάσεις όπου ορισμένες ενδείξεις και συμπτώματα γνωσιακού ελλείμματος μπορεί να οφείλονται σε μια λιγότερο άμεση αιτία. Το πιο σημαντικό είναι να γίνεται μια ολιστική εξέταση της ψυχικής και της σωματικής υγείας του ασθενούς και να αναγνωρίζονται πιθανά διαγνωστικά λάθη κατά την πορεία της διαδικασίας αυτής.
Βιβλιογραφία
Atkinson, R. C., & Shiffrin, R. M. (1977). Human memory: A proposed system and its
control processes. Human Memory, 7–113. https://doi.org/10.1016/b978-0-12-121050-
2.50006-5
Brodaty, H., & Connors, M. H. (2020). Pseudodementia, pseudo‐Pseudodementia, and
pseudodepression. Alzheimer’s & Dementia: Diagnosis, Assessment &
Disease Monitoring, 12(1). https://doi.org/10.1002/dad2.12027
Craik, F. I. M., & Lockhart, R. S. (1972). Levels of processing: A framework for memory
research. Journal of Verbal Learning and Verbal Behavior, 11(6), 671–684.
https://doi.org/10.1016/s0022-5371(72)80001-x
Goodwin, G. M. (1997). Neuropsychological and neuroimaging evidence for the involvement
of the frontal lobes in depression. Journal of Psychopharmacology, 11(2), 115–122.
https://doi.org/10.1177/026988119701100204
Kiloh, L. G. (1961). Pseudo‐dementia. Acta Psychiatrica Scandinavica, 37(4), 336–351.
https://doi.org/10.1111/j.1600-0447.1961.tb07367.x
King, D. A., & Caine, E. D. (1996). Cognitive impairment and major depression: Beyond the
Pseudodementia syndrome. Neuropsychological Assessment of Neuropsychiatric
Disorders, 200–217. https://doi.org/10.1093/oso/9780195090734.003.0009
Kobayashi, T., & Kato, S. (2011). Depression–dementia medius: Between depression and the
manifestation of dementia symptoms. Psychogeriatrics, 11(3), 177–182.
https://doi.org/10.1111/j.1479-8301.2011.00363.x
Miller, E., & Lewis, P. (1977). Recognition memory in elderly patients with depression and
dementia: A signal detection analysis. Journal of Abnormal Psychology, 86(1), 84–86.
https://doi.org/10.1037/0021-843x.86.1.84
Muliyala, K. P., & Varghese, M. (2010, December). The complex relationship between
depression and dementia. Annals of Indian Academy of Neurology.
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3039168/
Prakash, R., Kang, H., Zhao, F., You, L., Giorgetta, C., D, V., & Sarkhel, S. (2014). Pseudo-
dementia: A neuropsychological review. Annals of Indian Academy of Neurology,
17(2), 147. https://doi.org/10.4103/0972-2327.132613Purandare, N., Burns, A., Craig, S., Faragher, B., & Scott, K. (2001). Depressive symptoms
in patients with alzheimer’s disease. International Journal of Geriatric Psychiatry,
16(10), 960–964. https://doi.org/10.1002/gps.449
Saez Fonseca, J. A., Lee, L., & Walker, Z. (2007). Long-term outcome of depressive
pseudodementia in the elderly. European Psychiatry, 22.
https://doi.org/10.1016/j.eurpsy.2007.01.099
Sahin, S., Okluoglu Önal, T., Cinar, N., Bozdemir, M., Çubuk, R., & Karsidag, S. (2017).
Distinguishing depressive pseudodementia from alzheimer disease: A comparative
study of hippocampal volumetry and cognitive tests. Dementia and Geriatric Cognitive
Disorders Extra, 7(2), 230–239. https://doi.org/10.1159/000477759
Vicini Chilovi, B., Conti, M., Zanetti, M., Mazzù, I., Rozzini, L., & Padovani, A. (2009).
Differential impact of apathy and depression in the development of dementia in mild
cognitive impairment patients. Dementia and Geriatric Cognitive Disorders, 27(4),
390–398. https://doi.org/10.1159/000210045
Weingartner, H. (1986). Automatic and effort-demanding cognitive processes in depression.
Handbook for Clinical Memory Assessment of Older Adults., 218–225.
https://doi.org/10.1037/10057-018